σιδηρόλιθος

σιδηρόλιθος
Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζονται ένας μετεωρίτης, του οποίου το πέτρωμα και το κράμα σίδηρου - νικέλιου βρίσκονται σε ίσες περίπου αναλογίες και το ορυκτό με την επιστημονική ονομασία τριοξείδιο του σίδηρου, που αποτελεί στιφρή και γεώδη παραλλαγή του αιματίτη. Ο σ. είναι μετάλλευμα σίδηρου.
* * *
ο, Ν
1. (πετρογρ.) σκληρό, μη κλαστικό ιζηματογενές πέτρωμα, πλούσιο σε σίδηρο
2. αστρον. μετεωρίτης αποτελούμενος από πετρώματα και κράματα σιδήρου-νικελίου, αλλ. λιθοσιδηρίτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. siderolite < σίδηρος + λίθος. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στον Ν. Σ. Ρίζου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • λιθοσιδηρίτης — ο (μετεωρ.) ο σιδηρόλιθος …   Dictionary of Greek

  • σιδηρολιθικός — ή, ό, Ν [σιδηρόλιθος] 1. (μετεωρ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σιδηρόλιθο 2. γεωλ. χαρακτηρισμός σχηματισμού ερυθρών αργίλων με σιδηρούχα συγκρίματα τα οποία προέρχονται από πολύ παλαιά εδάφη και αποτελούν πηγές απόληψης σιδήρου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”